dud$23228$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

dud$23228$ - translation to ελληνικό

EXPLOSIVE THAT FAILS TO DETONATE
DUD; Duds; Absolute dud

dud      
n. ένδυμα, βόμβα μη εκραγείσα, αποτυχία

Ορισμός

dud
(duds)
Dud means not working properly or not successful. (INFORMAL)
He replaced a dud valve.
ADJ: ADJ n
Dud is also a noun.
The mine was a dud.
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Dud

A dud is an ammunition round or explosive that fails to fire or detonate, respectively, on time or on command. Poorly designed devices (for example, improvised explosive devices (IEDs)), and small devices, have higher chances of being duds.

Duds are still dangerous, and can explode if handled. They have to be deactivated and disposed of carefully. In war-torn areas, many curious children have been injured or killed from tampering with such devices.

The term descends from the Middle English dudde, originally meaning worn-out or ragged clothing, and is a cognate of duds (i.e., "clothing") and dowdy. Eventually dud became a general pejorative for something useless, including ammunition.

The variation absolute dud describes a nuclear weapon that fails to explode. (A nuclear weapon which does explode, but does not achieve its expected power, is termed a fizzle.)

By extension, "dud" has become a slang word for anything that does not work or is defective.